τιθασως

τιθασως
    τιθασῶς
    τῐθᾰσῶς
    по-ручному, кротко
    

τ. ἔχειν πρός τινα Plat. — приручиться, т.е. служить кому-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τιθασως" в других словарях:

  • τιθασώς — Α επίρρ. βλ. τιθασός …   Dictionary of Greek

  • τιθασῶς — τιθασός tamed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθασός — όν, Α 1. (ιδίως για άγρια ζώα) εξημερωμένος και κατοικίδιος 2. (για φυτά) αυτός που με την κηπουρική τέχνη έγινε ήμερος και κηπαίος 3. (για πρόσ.) ευάγωγος, ευπειθής 4. μτφ. εγχώριος, ντόπιος («ὅταν Ἄρης τιθασὸς ὤν φίλον ἕλῃ», Αισχύλ.). επίρρ...… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»